- γρανιτένιος,
- α, ο1) гранитный; 2) перен. твёрдый, непреклонный; неподкупный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γρανιτένιος — ια, ιο ο γρανιτώδης … Dictionary of Greek
γρανιτένιος, -ια, -ιο — 1. από γρανίτη, όμοιος με γρανίτη. 2. μτφ., σταθερός, άκαμπτος: Έχει γρανιτένια θέληση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρανιτώδης, -ης, -ες — γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. γρανιτένιος. 2. σκληρός, ανθεκτικός: Ο λαός πρόβαλε γρανιτώδη αντίσταση στον εχθρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)